Sunday, December 24, 2006

Καλοκαίρι, μηδέν.




Τί νά πώ,
μέ τίς στιγμές σκορπισμένες στήν άμμο
Πώς νά πώ,
(τά κοχύλια θαμμένα στόν κήπο)
"Έν τώ Μηνί Αθύρ"
(ένας ανυπόστατος μήνας
σέ ένα αφάνταστο καλοκαίρι)

Θά μέ σκεπάσει ο ύπνος
μέ τό πιό λευκό του σεντόνι;

Friday, December 22, 2006

Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ





Φάσμα κουρτινών
καί ζεύγη υποκάμισα
χωρίς πανωφόρι,
μάλλινα πουλόβερ
μοκασίνια υποδήματα
ριγωτά κουστουμια
σέ ραγισμένες ρόγες
που δέχονται ταλαιπωρίες
από τη θαλασσινή παρωδία
τών εντυπώσεων.
Ζωσμένος ρολόι
καί μωρουδίστικα φουλάρια
ακολουθεί καί κοροιδεύει τήν ανομβρία,
λιμνάζει καί ανασαίνει τίς στάλες
πού ανεβαίνουν από τό πεζοδρόμιο
πρός τά χείλη.

Sunday, December 17, 2006

(αφιερωμένο στήν Τζέσσικα...)

Θυμόμουν
Τό σώμα σου
Καί τά φιλιά
Μέσα στά ροδοπέταλα.
Ακούμπησα τά χείλη μου
εκεί
όπου τό βάθος
είχε τή σκιά από τά χρώματα
καί τό άρωμα
από εκείνο τό τριαντάφυλλο.
Άς έμενα εκεί Ελένη
ακούγοντας
νά μού ψιθυρίζει μυστικά
τό κύμα
πού σέ λίγο θά έφτανε
.

Thursday, December 07, 2006

Η ΜΥΘΙΚΗ ΓΗ


Η κοπελιά πού η ποδιά της γεμάτη
πέτρινες στάλες βραδινής βροχής
μέ τή θάλασσα ν' ανατέλλει χωρίς νά μιλά
πίσω από τά μαύρα πλεγμένα μαλλιά της.
Τό περπάτημα ανάμεσα στούς βράχους
μέ τόν ήχο τού άγουρου χρόνου.
Οι γαλάζιοι κυματισμοί τού τόπου
μέ τίς προεξοχές καί τά πουλιά
πού έκαναν έρωτα στίς πιό
ηλιόφανες ακτές τών δένδρων.
Πέντε μίλια πιό πέρα όπου
η μυθική αυτή γή
δέν γνώριζε τήν απουσία της,
κάποιοι ψιθύριζαν συλλαβιστά
γιά τήν ηλικία τής θάλασσας.

Monday, December 04, 2006

ΔΟΚΙΜΕΣ ΦΟΡΕΜΑΤΩΝ



(τής Ελένης)

Λιμνάζει
Σωρεύεται στίς ράχες
από τά κόκκαλα
Θαλασσινή άμμος
Ολοένα καί μιά
διαφορετική εικόνα
Μέσα στό καλοκαίρι
Στίς φωτεινές όχθες
Στίς αδόκητες
Πλησιάζει ο καιρός
μέ τίς μαζεμένες κίτρινες
θυμωνιές
καί τίς σκονισμένες κροκάλες.
Κάπου κοντά μας
ευδοκιμεί
ένας ελαιώνας.

Sunday, December 03, 2006

Η ΔΙΑΥΓΕΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ






Παρασκευή,ώρες αναμονής.
Γυάλινο καταφύγιο - φυλακή,
προσπάθειες νά γίνει γαλάζιο τό γυαλί
αποτυχαίνουν.
Όλο καί περισσότερα τροχοφόρα
κιτρινίζουν τό μυαλό μου.
Παγωμένα πόδια καί άνεμος,γκρίζος ήλιος
η υπερβολική άσπρη παγωμένη διαφάνεια
πάνω στή γειτονιά.
Σάββατο,ένας κόκκινος άνθρωπος
μαζεμένος συλλογίζεται
πάνω στις κίτρινες ράγες του τρένου.
Κίτρινοι ήχοι σάν τα πλήκτρα της γραφομηχανής
χοροπηδάνε μέσα στίς σκέψεις πού
περιγράφονται από μαύρα καί μενεξεδένια κύματα.
Μιά περίεργη αναμονή ,σκληρή καί κρύα
σάν ατσάλι υπάρχει ανάμεσα στίς κλωστές
πού δένουν καί κινούν τό συνειδητό μέρος τής ψυχής.
Τελειώνουν οι λέξεις -
όσα συννενοούμαστε δημιουργούν τώρα
αναταραχές βιολογικές.
Άραγε είναι αγωνία ή θά ζήσουμε;
Ένα πουλί μικρό κι αρπακτικό
πάνω απ'τό δεξί σου μάτι
σάν τίς λέξεις...